- μωρίαι
- μωρίαι (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ἵπποι καὶ βοῡς ὑπὸ Ἀρκάδων».[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομ. πληθ. τού *μωρίας (ο) < μωρία (< μωρός). Για τη σημ. τής λ. πρβλ. άλογο «ίππος», ουδ. τού επιθ. άλογος (βλ. και λ. ἄλογο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μωρίαι — μωρία folly fem nom/voc pl μωρίᾱͅ , μωρία folly fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρί' — μωρίαι , μωρία folly fem nom/voc pl μωρίᾱͅ , μωρία folly fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρίᾳ — μωρίαι , μωρία folly fem nom/voc pl μωρίᾱͅ , μωρία folly fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
μωρία — η (ΑΜ μωρία, Α ιων. τ. μωρίη, Μ και ἀμωρία) [μωρός] η ιδιότητα τού μωρού, βλακεία, ανοησία, αφροσύνη νεοελλ. ιατρ. διανοητική καθυστέρηση σε βαθμό που απαιτείται φροντίδα και προστασία τού πάσχοντος (νεοελλ. μσν.) λόγος ή πράξη ανόητη,… … Dictionary of Greek
τιμωρίαι — τῑμωρίαι , τιμωρία retribution fem nom/voc pl τῑμωρίᾱͅ , τιμωρία retribution fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμωρίᾳ — τῑμωρίαι , τιμωρία retribution fem nom/voc pl τῑμωρίᾱͅ , τιμωρία retribution fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)